- μάμμη
- μάμμηmotherfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάμμῃ — μάμμη mother fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… … Dictionary of Greek
μαμμή — η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
μάμμαι — μάμμη mother fem nom/voc pl μάμμᾱͅ , μάμμη mother fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμᾶν — μάμμη mother fem gen pl (doric aeolic) μαμμᾶν cry for food fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάμμην — μάμμη mother fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάμμης — μάμμη mother fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή 2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο]. (II) μαμμικός, ή, όν (Α) [μάμμη] 1. αυτός που … Dictionary of Greek
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek
μαμμόθρεφτος — η, ο (Α μαμμόθρεπτος, ον) αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά νεοελλ. 1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος 2. μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + θρεφτος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek